κακκάβη

κακκάβη
κακκάβη [pron. full] [ᾰ] (A), ,
A three-legged pot (= Χύτρα, Ath.4.169c), Ar.Fr. 215, Antiph.217.3, Dorioap.Ath.8.338a: [full] κάκκᾰβος, , Nicoch.14, Antiph.182.4, 249: [full] κάκαβος, , Alex.Trall.3.7: [full] κακάβη, , Gal.14.309.
------------------------------------
κακκάβη [pron. full] [ᾰ] (B),
A partridge, so called from its cry, Ath.9.390a.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κακκάβη — three legged pot fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακκάβῃ — κακκάβη three legged pot fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακκάβη — (I) κακκάβη, ἡ (Α) κακκάβι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως (πιθ. ακκαδ. kukkubu), την οποία από την ελλ. δανείστηκε με τη σειρά της η λατ. (πρβλ. λατ. cacabus «χύτρα»). ΠΑΡ. αρχ. κακκάδιον. ΣΥΝΘ. μσν.… …   Dictionary of Greek

  • κακκάβην — κακκάβη three legged pot fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακκάβης — κακκάβη three legged pot fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάκκαβος — Ακατοίκητος οικισμός του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αισωνίας. * * * κάκκαβος, ὁ (Α) κακκάβη (Ι)*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κακκάβη (Ι)*] …   Dictionary of Greek

  • κακκάβι — το (Μ κακκάβιον και κακκάβι Α κακκάβη και κακάβη, κάκκαβος και κάκαβος, ή, κακκάβιον και κακάβιον, τὸ) χάλκινο ή ορειχάλκινο μεγάλο σκεύος, καζάνι νεοελλ. 1. φρ. «πούλησα και το κακκάβι μου» τά πούλησα όλα, δεν μού απέμεινε τίποτε 2. παροιμ.… …   Dictionary of Greek

  • κακκάβιον — κακκάβιον, τὸ (AM) μσν. κακκάβι* αρχ. υποκορ. τού κακκάβη (Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακκάβη (Ι) + υποκορ. κατάλ. ιον, πρβλ. καλάθ ιον, πόδ ιον] …   Dictionary of Greek

  • κακκάβα — κακκάβᾱ , κακκάβη three legged pot fem nom/voc/acc dual κακκάβᾱ , κακκάβη three legged pot fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • кокот — I кокот I. петух , др. русск., ст. слав. кокотъ ἀλέκτωρ, сербохорв. ко̏ко̑т, словен. kokȏt, чеш. kokot, kohout, слвц. kohut, польск. kogut, но kokotac, в. луж. kokotac. Звукоподражательное название. Ср. др. инд. kākas ворона , kākalas, kākōlas… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • CACCABE — olim Carthago sic dicta. Stephanus in Καρχηδών. Ε᾿καλε̑ιτο δὴ καὶ Κακκάβη. τούτῳ δὲ κατα την` οἰκείαν αὐτῶν λέξιν, τππου κεφαλὴ δηλοῦται. Hîc autem Graeci videntur, peregrinae linguae vocem ad suam accommodâsse, sed ita ut facili negotiô possit… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”